ψυχαριστής

ψυχαριστής
ο, θηλ. ψυχαρίστρια Ν
οπαδός τού ψυχαρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ψυχάρης + -ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψυχαριστής — ο θηλ. ψυχαρίστρια οπαδός του Ψυχάρη, άκρος δημοτικιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχαρίζω — Ν (αμτβ.) (κυρίως για λογοτέχνη) ακολουθώ τις γλωσσικές απόψεις τού Γ. Ψυχάρη, είμαι ψυχαριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ψυχάρης. Το ρ., στον τ. τής μτχ. ψυχαρίζοντες, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ανατολή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”